- άπυρος
- -η, -ο (Α ἄπυρος, -ον) [πυρ]1. ο χωρίς φωτιά2. άβραστος, άψητοςαρχ.-μσν.φρ. «ἄπυρον θεῑον» — θειάφι φυσικόαρχ.1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά3. (για σπίτι) ανήλιο, ψυχρό4. (για χρυσό) άλειωτος, ακατέργαστος5. απύρετος6. (για θυσίες) αυτή στην οποία δεν χρησιμοποιείται φωτιά7. (για μέταλλα) αχώνευτος, ακατέργαστος.
Dictionary of Greek. 2013.